Από το χώμα στο φώς

«Χαράματα»

Χαράματα, θα γκρεμίσω τα κατοπινά δωμάτια,
είθε με τον ήλιο ν’ αγγίξω την μακρινή υπόσχεση των νερών,
με ένα φιλί, με ένα ψιλόβροχο άγγιγμα,
ήταν απάγκιο, ήταν δάκρυα και πευκοβελόνες.
Θυμάσαι τους λάκκους;
Τράβηξαν και όλα τα πέπλα με τα πεπραγμένα,
και πιο κάτω,
πάντα ένα κερί, ένα ψιλόβροχο άγγιγμα.
Συγχώρεσέ μου το πένθιμο θρόισμα του εναγκαλισμού,
το σκονισμένο χαμόγελο πάνω στην ανθισμένη φορεσιά.
Χαράματα, και είχα τη γη και τις ρίζες,
το παιδιακίσιο ασβέστωμα των πουλιών.

«Προχωράς»

Προχωράς.
Και γύρω σου,
στρόβιλος καμένης γης,
κι εσύ, στέγη κληματόπλεχτη, ενάντια στον εχθρό που παραλλάζει,
στέγη και στρωμνή που όλο ακινησία πάει.

Στρόβιλος καμένης γης,
αλλά, φτάνει του λυγμού ένα αγέρι για να βουβάνει τα ίχνη.
Προχωράς!
Πέρα ακόμη η δίψα σου.
Πάνω στα δάκρυα του παντός να επιπλέεις.
Την πολιτεία δεν έβλεπες,
το σπίτι κάηκε ή εβούλιαξε,
ξημέρωσες στην απύθμενη φλόγα ενός κεριού.

«Ψυχές που προχωρούνε»

Δεν θα άφηνα τα μάτια σου για να σε ταξιδέψουν,
κάλλιο να μας χτυπούν σαν άγρια κύματα απ’ ολούθε.
Ξένοι, και κάψανε τη γη,
γοργά τη γη να κατακτήσουν.
Στη στάχτη θε να χτίσουμε σπίτια και παιδιά
όρθιοι, κι οι χτιστάδες θαν’ μαζί,
ολόκορμοι, αγάλι αγάλι προς τα ύψη να ενωθούμε.

Κι όταν ξαναορμίσει πια ο καιρός
τα αισθητά μας μάτια, λύσσα των κυμάτων ροκανίζει,
και ’ρθουν με ξόρκια και κτυπούνε,
να μην ανοίξτε, κι ας είν’ ρημάδια όλα γύρω και απ’ ολούθε.
Δεν είναι,
είναι ψυχές π’ αρπάχτηκαν στο φως και προχωρούνε!

«Αόρατος πλεύση»

Κτυπούν!
Κι αυτός φλεγόμενος, καίγεται αργά
μέσα σε δίκοπα μαχαίρια.

Βγαίνει απ’ τη στάχτη, τον παλιό κήπο ξαναχτίζει.

Ξανακτυπούν,
η μεγάλη θάλασσα, ο ουρανός χρεμετίζουν.
Αόρατοι νεκροί, σηκώνουν τη βάρκα, ράβουνε τα πανιά,
θανάτου πέρα, τ’ άκαυτο δέντρο σηκώνουνε κατάρτι!

«Πριν το Ξημέρωμα»
(στο ψυχουλάκι)
… … … … … … … …
Σκιρτούσε μέσα του μεγάλα αινίγματα για να ανεβάσει
πριν καν πλεχτεί φωλιά και στοχαστούν αέρηδες.
Κάγκελα από Πατρικό ρίγος λευτερωμένος.
Αλλά γιατί; Η λευτεριά κι η φυλακή είμαστε ‘μείς;
… … … … …
Σκόνη μακαριστήν έκσταση να συδαυλίζεις.
Μα ποιο βλέμμα;
Πέρα απ’ τη γη, πέρα απ’ τη ζωή τον ουρανό χωρίζουν
… … … … …

Ίσκιων το σάλεμα τώρα πίσω!
Κι ότι κρατάς, σπρώχνουν ανθοί, όλον τον ύπνο.
Μα εκείνης τον λήθαργο, δεν αναζητάς κι ουδέ γνωρίζεις,
κι’ η σπηλιά, δάκρυα αιώνων, διαμάντια έχει δουλέψει.
Γνέφει απαλά, τη θεϊκή σαγήνη ζωντανεμένη.

Πριν το ξημέρωμα!
Πολύ πριν τα χλιμιντρίσματα των παλιών κραυγών τους
το πολυδύναμο φιλί να ενωθούνε.

«Προς τα ΄κει το Ταξίδι»

Ότι ζήσαμε, είναι κιόλας ταξιδεμένο,
μπροστά από σάλπιγγες αυγής,
σαν της αυλής το πρώτο χιόνι
πέρα από καιρούς και χρόνους παγεμένο.
Δέντρα και πουλιά, των προσκαίρων άστεγοι να οδηγούνε.

Περάσαμε να πιούμε το κρασί, στης γης τ’ αλώνι.

Κάτω από τις πέτρες η Αγορά
και μέσα εκεί, λουλούδια να ‘ναι το πρόσωπό σου.
Μας θάψανε τον ύπνο,
τα δάκρυά μας να ανεβούμε στους αιθέρες
και όλο νύχτα,
και μόνο δίψα Πατρώα,
μου άνοιξες, να βρούμε τα χαμένα περιστέρια!